Το ρομπότ μπάρμαν λοιπόν ρωτάει τον τύπο, τι θα ήθελε.
Ο τύπος απαντάει “Ουίσκι”
Φέρνοντας το ρομπότ το ποτό του πελάτη, τον ρωτάει αν γνωρίζει πόσο είναι το IQ του.
Αυτός απαντά, “168”.
Με αυτή την απάντηση το ρομπότ ξεκινά να μιλά στον πελάτη για θέματα όπως η αστροφυσική, η εξερεύνηση του διαστήματος και η ιατρική.
Αφού έχει πιει το ποτό του, ο τύπος φεύγει από το μπάρ, έχει βρει όμως αρκετά ενδιαφέρουσα την συζήτηση / ανάλυση του ρομπότ και επιστρέφει στο μπαρ μετά από λίγη ώρα.
Το ρομπότ μπάρμαν τον ρωτάει και αυτή τη φορά όπως είναι φυσικό, τι θα πάρει.
“Ουίσκι” απαντά ξανά.
Όσο το ρομπότ μπάρμαν, ετοιμάζει το ποτό του πελάτη, τον ρωτάει πόσο είναι το IQ του.
“100”, απαντάει ο πελάτης.
Τότε το ρομπότ αρχίζει να του μιλάει για αγώνες αυτοκινήτων, για ποδόσφαιρο και πάει λέγοντας…
Αφού ήπιε το ποτό του ο τύπος, φεύγει από το μπάρ, είναι όμως τώρα ακόμη πιο περίεργος και θέλει να ανακυκλώσει για ακόμη μια φορά την επίσκεψη και συζήτηση με το ρομπότ μπάρμαν.
Πηγαίνει λοιπόν ξανά στο μπάρ.
Το ρομπότ τον χαιρετάει ξανά, και τον ρωτάει τι θα ήθελε να πιεί.
“Ουίσκι”, απαντά εκ νέου ο πελάτης.
Αφού του ετοιμάζει το ποτό του και το συνοδευτικό, τον ρωτάει ξανά, πόσο είναι το IQ του.
Αυτή τη φορά ο πελάτης απαντάει “50”.
Τότε το ρομπότ, προσπαθεί να πλησιάσει τον πελάτη για να μιλήσει πιο χαμηλά και τον ρωτάει….
Είστε ακόμη χαρούμενοι με τον τύπο που ψηφίσατε για πρωθυπουργό;
]]>
Σε παίρνουν τηλέφωνο στο σταθερό: – Έλα ρε σπίτι είσαι; ( Όχι, είμαι στο χωράφι κι έχω κάνει εκτροπή!)
Σε καφετέρια: – Ένα frappe γλυκό, χωρίς. – Χωρίς γάλα; (Όχι, χωρίς καλαμάκι!)
Συναντιέσαι με ένα φίλο: – Έλα ρε που είσαι; (Στην απέναντι γωνία!)
Ανάβεις στο θερμοσίφωνο: – Θα κάνεις μπάνιο; (Όχι το άναψα για να καίει ρεύμα!)
Ντύνεσαι και ετοιμάζεσαι να φύγεις, οπότε ακούς: – θα βγεις; (Όχι, προβάρω ρούχα!)
Τρως το φαΐ, ζητάς δεύτερο πιάτο και σου λένε: – Σ’ άρεσε; (Όχι, αλλά μη σε προσβάλω!)
Λες στον άλλο ότι βρήκες κοπέλα και σου λέει: – Καλή είναι; (Όχι αλλά μια ψυχή που είναι να βγει…)
Έρχεται ο υδραυλικός σπίτι και ο ιδιοκτήτης τον ρωτάει: – Ήρθατε για τη βρύση; (Όχι! Ν’ αλλάξω μια λάμπα & να κρεμάσω και τις κουρτίνες!)
Δώδεκα τη νύχτα, βάζεις πιτζάμες, λες καληνύχτα και πας στο δωμάτιό σου οπότε σε ρωτάνε:
– Πας για ύπνο; (Όχι πάω να ρίξω μπετά σε μια οικοδομή!)
Κάθεσαι σε καφετέρια και περνάει γνωστός: – Α, εδώ κάτσατε; ( Όχι, ολογράμματα είμαστε)
Πας στο βενζινάδικο, κατεβαίνεις από το αμάξι και ανοίγεις το πορτάκι της βενζίνης:
– Βενζίνη θέλεις; (Όχι, να του βάλω πορτοκαλάδα).
Καλείς κλειδαρά, έρχεται μετά από 40 λεπτά και σε βρίσκει από έξω:
– Κλειδώθηκες από έξω; ( Όχι, απλά βρίσκω εναλλακτικούς τρόπους να ανοίγω πόρτες).
Ένας Έλληνας τρώει χαλαρά το πρωινό του σε ένα εστιατόριο, όταν ένας Γερμανός τουρίστας, μασώντας προκλητικά τσίχλα έρχεται και κάθεται απροσκάλεστος δίπλα του.
Ο Έλληνας τον αγνοεί, και ο Γερμανός προκλητικά ρωτάει:
Γερμανός: Εσείς οι Έλληνες, τρώτε ολόκληρο το ψωμί;
Έλληνας (βαριεστημένα): Φυσικά.
Γερμανός: Εμείς όχι. Τρώμε μόνο το εσωτερικό, το εξωτερικό το βάζουμε σε ένα κοντέινερ, το…. ανακυκλώνουμε, το κάνουμε κρουασάν και τα πουλάμε στους Έλληνες.
Ο Έλληνας ακούει ατάραχος.
Γερμανός: Τρώτε μαρμελάδα εσείς οι Έλληνες;
Έλληνας: Φυσικά, απαντά ατάραχος.
Γερμανός: Εμείς πάλι όχι. Τρώμε φρέσκα φρούτα. Τα υπολείμματα, κουκούτσια, φλούδες, κλπ, τα βάζουμε σε ένα κοντέινερ, τα ανακυκλώνουμε, τα κάνουμε μαρμελάδα και τα πουλάμε στους Έλληνες.
Ατάραχος και πάλι ο Έλληνας, τον ρωτά με τη σειρά του:
Έλληνας: Εσείς τα προφυλακτικά τι τα κάνετε αφού πηδήξετε;
Γερμανός: Τα πετάμε φυσικά.
Έλληνας: Εμείς, πάλι, όχι. Τα βάζουμε σε ένα κοντέινερ, τα ανακυκλώνουμε, τα κάνουμε τσίχλες και τα πουλάμε στους Γερμανούς.
]]>– Με θυμάσαι;
Και ο γέρος του λέει όχι.
Ο νεαρός λοιπόν του λέει ότι ήταν μαθητής του. Και ο καθηγητής τον ρωτάει:
– Ω ναι; Και τι κάνεις τώρα;
Ο νεαρός απαντά: – Λοιπόν, είμαι δάσκαλος.
– Ω, πόσο όμορφο σαν εμένα; του λέει ο γέρος.
– Λοιπόν, ναι. Στην πραγματικότητα έγινα δάσκαλος γιατί με ενέπνευσες να σε μοιάσω.
Περίεργος ο γέρος ρωτάει τον νεαρό να του πει γιατί. Και ο νεαρός του λέει αυτή την ιστορία: .
– Μια μέρα, ένας φίλος μου, και συμμαθητής, έφτασε στο σχολείο με ένα όμορφο ρολόι, καινούργιο και το έκλεψα. Λίγο μετά, η φίλη μου παρατήρησε τη ληστεία και αμέσως παραπονέθηκε στον δάσκαλο. Λοιπόν, είπε στην τάξη:
– Το ρολόι του συμμαθητή σας κλάπηκε κατά τη διάρκεια της σημερινής ημέρας στην τάξη. Ποιος το έκλεψε παρακαλώ να το επιστρέψει.
Αλλά δεν το έδωσα πίσω γιατί δεν ήθελα.
Ύστερα έκλεισε την πόρτα και είπε σε όλους να σηκωθούν όρθιοι γιατί θα ελέγξει τις τσέπες μας μία-μία. Αλλά πρώτα, μας είπε να κλείσουμε τα μάτια μας. Έτσι κάναμε και έψαξε τσέπη τσέπη και όταν ήρθε σε μένα βρήκε το ρολόι και το πήρε.
Συνέχισε να ψάχνει τις τσέπες όλων και όταν τελείωσε είπε: – Ανοίξτε τα μάτια σας. Βρήκα το ρολόι.
Δεν μου είπε ποτέ τίποτα και δεν ανέφερε ποτέ το επεισόδιο, δεν ανέφερε ποτέ το όνομα του ποιος το έκλεψε.
Εκείνη τη μέρα, έσωσε την αξιοπρέπειά μου για πάντα. Ήταν η πιο ντροπιασμένη μέρα της ζωής μου. Δεν μου είπε ποτέ τίποτα και παρόλο που ποτέ δεν μου φώναξε ή με κάλεσε για να μου δώσει ηθικό μάθημα, πήρα ξεκάθαρα το μήνυμα. Και χάρη σε αυτόν κατάλαβα ότι αυτό που πρέπει να κάνει ένας αληθινός εκπαιδευτικός.
Θυμάστε αυτό το επεισόδιο, καθηγητά;
Και απάντησε ο καθηγητής: – Θυμάμαι την κατάσταση, το κλεμμένο ρολόι, να έχω ψάξει τις τσέπες όλων αλλά δεν σε θυμόμουν, γιατί και εγώ έκλεινα τα μάτια μου ενώ έψαχνα.
Αυτή είναι η ουσία της ευπρέπειας.
]]>– Ρε συ πολύ σκυθρωπός φαίνεσαι.
Aπαντά ο τυπάκος εμβρόντητος:
– Ε όσο να ναι κόλαση – τι με περιμένει… αναθεωρώ τα λάθη που με έφεραν εδώ…
– Ίσως να μην είναι τόσο άσχημα όσο νομίζεις… Να σου πω, καπνίζεις;
– Ε, κανένα πακετάκι τη μέρα το κάπνιζα…
– Τις Δευτέρες έχουμε ημέρα καπνίσματος με τα καλύτερα τσιγάρα από όλο τον κόσμο -για καρκίνο μη φοβάσαι, ήδη νεκρός είσαι.
Ο τύπος ανασκουμπώνεται λίγο ανακουφισμένα…
– Πίνεις;
– Ε, όλο και κανά ουισκάκι χτύπαγα κάτω…
– Τις Τρίτες είναι μέρα ποτού, με τα καλύτερα και ποιο ακριβά ποτά του κόσμου. Για συκώτια μη φοβάσαι, νεκρός είσαι..
Ο τύπος παίρνει λίγο τα πάνω του πλέον!!
– Τζογάρεις;
– Για να είμαι ειλικρινής μετανιώνω που άφησα την οικογένεια μου στο δρόμο, εξαιτίας του πάθους μου για το καζίνο, αλλά ναι, τζογάριζα.
– Τετάρτες στρώνουμε χαρτάκι και όσοι θέλουν μπαρμπουτάκι – και να χρεοκοπήσεις στα @@ σου…
Ο τύπος τώρα μέσα του λέει: «Ρε, δεν είναι κι άσχημα, καλά που ήρθα εδώ… Σκέψου να ήμουνα στον παράδεισο και να μην με άφηναν να κάνω τίποτε από αυτά…»
– Κανά τσιγαριλίκι έκανες, πες αληθεια;
– Ναι, έπινα κανά ζωνιανιό που και που…
– Πέμπτες ημέρα ναρκωτικών, οι καλύτερες κόκες από Κολομβία, τα πάντα… Και να εθιστείς τι σε νοιάζει; Νεκρός είσαι.
Ο τύπος πλέον είναι με χαμόγελο πλατύ και στα όρια της ευτυχίας…
– Να σου πω, μεταξύ μας, τον έπαιρνες που και που από πίσω;
– Α, σατανά μου όλες τις αμαρτίες έχω κάνει, αλλά αυτό ΠΟΤΕ.
Η πρώτη του κίνηση λοιπόν ήταν να της ζητήσει να βγάλει το επάνω ρούχο της για να εξετάσει το στήθος της για τυχόν ανωμαλίες που μπορεί να είναι πρόδρομος καρκίνου του στήθους.
Κατόπιν της ζητά να βγάλει το εσώρουχό της και να ξαπλώσει στον καναπέ…αυτή υπακούει και ο ιατρός έρχεται από επάνω της και ξεκινά να της κάνει έρωτα.
Την ρωτά λοιπόν…αν γνωρίζει τι είναι αυτό που ερευνά ο γιατρός την συγκεκριμένη στιγμή και εκείνη του απαντά.
Ελπίζω να ψάχνετε για τον έρπη γιατί για αυτόν τον λόγο ήρθα στο ιατρείο σας ….
]]>
Σκέφτεται λίγο και αποφασίζει να πάει στη Γερμανική:
– «Οργανωμένη χώρα», λέει, «τόσα χρόνια στην Ελλάδα, τι κατάλαβα από οργάνωση και υπηρεσίες; Mου βγάλανε το λάδι. Τουλάχιστον, ας πάρω μυρωδιά του τι σημαίνει Ευρώπη, έστω και στην κόλαση».
Φτάνει λοιπόν μπροστά στην πύλη της Γερμανικής κόλασης. Μαύρο μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σιδερένια πύλη, και ψηλά γράφει με μεγάλα γράμματα ΚΟΛΑΣΗ στα γερμανικά. Χτυπάει. Του ανοίγει ένας άψογα ντυμένος υπάλληλος και τον ρωτά τι θέλει.
– «Να δω πώς είναι», του απαντά εκείνος.
– «Ούτε να το σκέφτεστε κύριε!», του απαντά ο υπάλληλος! «Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα σκατά!!! Φρίκη! Φρίκη! Εγώ σας λέω να μη μείνετε».
Όπου φύγει-φύγει ο Έλληνας.
Στη συνέχεια δοκιμάζει τις υπόλοιπες κολάσεις, τα ίδια. Έτσι απογοητευμένος, καταφεύγει στην έσχατη λύση, την Ελληνική κόλαση! Φτάνει λοιπόν έξω από την πύλη. Μία πύλη εγκαταλειμμένη, βρώμικη, όπου στο ψηλότερο σημείο της υπάρχει με μεγάλα φωσφορίζοντα γράμματα η λέξη ΚΟΛΑΣΗ. Το Κ και το Λ μάλιστα, δεν ανάβουν γιατί έχουν καεί τα λαμπάκια. Έτσι η επιγραφή γράφει ΟΑΣΗ.
– «Ελληνική ανοργανωσιά…», μουρμουρίζει.
Όσο πλησιάζει, ακούει κάτι περίεργους θορύβους… Μοιάζουν με μουσική. Πλησιάζει περισσότερο. Η μουσική πλέον ακούγεται ολοκάθαρα. Μπουζούκια, μπαγλαμάδες κλπ. Χτυπάει… Του ανοίγει ένας τύπος κρατώντας μία μπουκάλα στο χέρι, τύφλα στο μεθύσι, και τον ρωτά τι θέλει.
– «Ήρθα να δω πώς είναι», του λέει και βάζει το κεφάλι του μέσα.
Τραπέζια, πολύ κάπνα, κάτι γκόμενες χορεύουν πάνω στα τραπέζια τσιφτετέλια, νταούλια… Γενικώς, μπάχαλο.
Τρελαίνεται ο τύπος:
– «Καλά ρε φίλε, τι γίνεται εδώ;»
– «Aσε φίλε, χάλια!», του λέει ο μεθυσμένος. «Η κατάσταση είναι δραματική εδώ πέρα. Μας δέρνουν όλη μέρα με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια με σκατά.
– «Πλάκα μου κάνεις;!», απαντάει ο πεθαμένος. «Εδώ πίνετε και γλεντάτε!»
– «Εεε, ξέρεις πώς είναι μωρέ εδώ στην Ελλάδα… Τη μία δεν έχουμε σκατά, την άλλη χαλάνε τα μαστίγια…
Αποφασίζει λοιπόν και επιλέγει την Ελληνική Κόλαση που να σημειώσουμε ξανά…από έξω γράφει ΟΑΣΗ…
Όταν ξυπνάει την επόμενη μέρα μετά την κάλπη…τα πράγματα έχουν αλλάξει όπως…και στην πραγματικότητα!
]]>“Ποιο είναι το πρόβλημά σου;”, τον ρωτάει εξαγριωμένη.
“Είμαι πολύ έξυπνος για να είμαι στην πρώτη τάξη”. Απαντά ο Τοτός με ύφος.’Η αδερφή μου είναι στην τρίτη τάξη και είμαι πολύ εξυπνότερος από αυτήν. Πιστεύω πως πρέπει να πάω τουλάχιστον στην τρίτη κι εγώ”.
Η δασκάλα τον πάει στον διευθυντή, ο οποίος συμφωνεί να του κάνουν διάφορα tests γνώσεων κι εξυπνάδας κι αν απαντήσει σωστά, να τον βάλουν στη τρίτη τάξη.
“Πόσο κάνει 3×13;”, ρωτά ο διευθυντής.
“Τριάντα εννέα”.
“Ποια είναι η πρωτεύουσα της Φιλανδίας;”
“Το Ελσίνκι”.
“Πότε γιορτάζουμε το έπος της Αλβανίας;”
“Την 28η Οκτωβρίου”.
Σε όλες τις ερωτήσεις του διευθυντή, ο Τοτός απαντά σωστά. Όμως, μετά αρχίζει να ρωτά η δασκάλα, η οποία τον έχει άχτι και θέλει να αποδείξει πόσο αθυρόστομος είναι.
“Τι είναι αυτά που η αγελάδα έχει 4 κι εγώ 2;”, ρωτάει πονηρά η δασκάλα.
“Τα πόδια”, απαντά ήρεμα ο Τοτός.
“Τι είναι αυτό που έχεις μέσα στο παντελόνι σου, ενώ εγώ δεν έχω;”
“Τσέπες”.
“Τι είναι μαλλιαρό, οβάλ, γλυκό και μέσα υγρό?”
“Η καρύδα”.
“Τι μπαίνει μέσα σκληρό και ροζ και βγαίνει μαλακό και βρεγμένο;”
Ο διευθυντής ανοίγει διάπλατα τα μάτια του, αλλά πριν προλάβει να μιλήσει ο Τοτός λέει με αυτοπεποίθηση:
“Η τσίχλα”.
“Τι κάνει ο άντρας όρθιος, η γυναίκα καθιστή και το σκυλί στα τρία πόδια του;”, ρωτά ακόμη πιο έντονα η δασκάλα.
“Χειραψία”.
Η δασκάλα τα έχει πάρει στο κρανίο! Αποφασίζει λοιπόν να χτυπήσει πιο δυνατά:
“Χώνεις τα παλούκια μέσα μου. Με πιέζεις, με καρφώνεις κι εγώ ανεβαίνω. Δεν προλαβαίνεις να τελειώσεις κι εγώ βρέχομαι. Τι είμαι;”
Τα μάτια του διευθυντή ανοίγουν τρομαγμένα, αλλά πάλι πριν προλάβει να πει κάτι, ακούει τον Τοτό να απαντά:
“Η σκηνή!”, απαντά με σιγουριά ο Τοτός.
“Βάζεις το δάχτυλο μέσα μου! Με παίζεις νευρικά! Ο σωστός άντρας αυτό κάνει πρώτα. Τι είμαι;”
Ο διευθυντής πλέον άναυδος κοιτάζει σα χαμένος!
“Η βέρα!”, λέει θριαμβευτικά ο Τοτός.
“Είμαι σε διάφορα μεγέθη. Όταν δεν είμαι καλά, στάζω. Όταν με πιάνεις και με αναταράζεις, ανακουφίζομαι…. Τι είμαι;”
“Η μύτη”.
“Είμαι σα σκληρό δοκάρι με σουβλερή άκρη. Καρφώνομαι με δύναμη τρέμοντας.. Τι είμαι;”
“Το βέλος!”.
“Αρχίζω από “μ” και τελειώνω σε “ι”. Όταν με δοκιμάσεις λιγώνεσαι. Τι είμαι?”
“Το μέλι φυσικά!”
Ο διευθυντής φωνάζει:
]]>Φτάνει πια! Ποια τρίτη τάξη; Στείλε το κωλόπαιδο κατευθείαν στο Πανεπιστήμιο! Εγώ από μέσα μου απάντησα λάθος σε όλες τις ερωτήσεις…!!!
Όμως ο Γιάννης έχει αρχίσει να πεθυμάει και τις μπαρότσαρκες που έβγαινε με τους φίλους του πριν το γάμο.
Οπότε ένα βράδυ λέει στην Ελένη:
– Ξέρεις πιτσουνάκι μου, έλεγα να πήγαινα με το Αντωνάκη και τον Κώστα για καμιά μπύρα.
Κι η Ελένη:
– Μπύρα θέλει το σπουργιτάκι μου; Ορίστε, διάλεξε ποια προτιμάς!
Κι ανοίγει το ψυγείο και να σου μέσα καμιά δεκαριά είδη μπύρες ελληνικές και ξένες, ξανθιές, μαύρες, κόκκινες, πράσινες, μπλε…
– Ναι, αλλά βρε καρδουλίτσα μου, στο μπαρ με την μπύρα μας τρώμε και κάτι.
– Μεζεδάκι θέλει το σουτζουκάκι μου; Ορίστε, διάλεξε τι προτιμάς!
Και του παρουσιάζει ένα δίσκο γεμάτο μεζέδες να σου πέφτουνε τα σάλια, τι καπνιστά, τι σολομούς, τι χαβιάρια, τι όλα τα είδη τυριών, τι τα καλύτερα είδη αλλαντικών.
– Ναι, αλλά βρε γλυκουλίνι μου, στο μπαρ τη μπύρα την πίνουμε σε παγωμένα ποτήρια.
– Παγωμένο ποτήρι θέλει το μελομακαρονάκι μου; Ορίστε, διάλεξε ποιο προτιμάς!
Κι ανοίγει την κατάψυξη και να σου όλα τα είδη ποτηριών μπύρας παγωμένα!
– Ναι, αλλά βρε καρδερινάκι μου στο μπαρ όταν πίνουμε τη μπύρα μας λέμε και καμιά βρωμοκουβέντα να περάσει η ώρα…
– Βρωμοκουβέντες θέλει το μπακλαβαδάκι μου;
Πιες λοιπόν τη γ@μημένη τη μπύρα σου, φάε τους γ@μημένους μεζέδες σου και κοψε τις μ@λ@κίες γιατί δεν πρόκειται να πας πουθενά. Τό “πιασες κ@ριόλη;
Η ερώτηση είχε ως εξής και βαθμολογούταν με έξτρα βαθμούς:
Η Κόλαση είναι εξώθερμη ή ισόθερμη; (στη χημεία ή εξώθερμη δίνει θερμότητα ενώ η άλλη απορροφά).
Οι περισσότεροι φοιτητές έδωσαν απαντήσεις παρέχοντας αποδείξεις βασισμένες στο Νόμο του Boyle (ένα αέριο ψύχεται όταν μεγαλώνει ο όγκος και θερμαίνεται όταν συμπιέζεται) ή κάτι παρόμοιο.
Ωστόσο, ένας έγραψε τα εξής:
Πρώτον πρέπει να γνωρίζουμε αν ο όγκος της κόλασης αυξάνεται προς το χρόνο. Επομένως χρειάζεται να ξέρουμε το ρυθμό με τον οποίο οι ψυχές εισρέουν στην κόλαση και το ρυθμό με το ν οποίο διαφεύγουν. Νομίζω ότι μπορούμε ασφαλώς να υποθέσουμε ότι όταν μια ψυχή πάει στην κόλαση, δεν πρόκειται να φύγει. Επομένως, δεν διαφεύγουν ψυχές. Τώρα για το πόσες ψυχές μπαίνουν, ας δούμε πόσες διαφορετικές θρησκείες υπάρχουν σήμερα στον κόσμο. Οι περισσότερες από αυτές δηλώνουν ότι αν δεν είσαι οπαδός τους, τότε θα πας στη κόλαση. Εφόσον υπάρχουν περισσότερες από μία τέτοια θρησκεία και εφόσον οι άνθρωποι ανήκουν σε περισσότερες από μία θρησκεία, τότε μπορούμε να εξαγάγουμε το συμπέρασμα ότι όλες οι ψυχές πάνε στην κόλαση. Και όπως έχουν οι ρυθμοί γεννήσεων και θανάτων, θα πρέπει να αναμένουμε ότι ο αριθμός των ψυχών στην κόλαση θα αυξηθεί εκθετικά.
Τώρα, ο λόγος για τον οποίο εξετάζουμε το ρυθμό αλλαγής του όγκου της κολάσεως, είναι γιατί ο Νόμος του Boyle δηλώνει ότι για να παραμείνει σταθερή η θερμοκρασία και η πίεση στην κόλαση, ο όγκος της πρέπει να αυξάνεται αναλόγως με τις ψυχές που προστίθενται.
Αυτό μας δίνει 2 περιπτώσεις:
Ποια από τις 2 περιπτώσεις ισχύει;
Αν αποδεχθούμε το αξίωμα το οποίο μου είπε η Τερέζα όταν ήμουν πρωτοετής, ότι .”Θα πρέπει να παγώσει η Κόλαση πριν κοιμηθούμε μαζί” και αν συν θεωρήσουμε και το γεγονός ότι χθες το βράδυ όντως κοιμήθηκα μαζί της, τότε ισχύει η δεύτερη υπόθεση και επομένως είμαι σίγουρος ότι η Κόλαση είναι εξώθερμη και ότι ήδη έχει παγώσει.
Απόρροια αυτής της θεωρίας είναι ότι η κόλαση, αφού έχει παγώσει, άρα δεν δέχεται άλλες ψυχές και επομένως έχει εκλείψει…. αφήνοντας μόνο τον Παράδεισο.
Αυτό με τη σειρά του αποδεικνύει την ύπαρξη ενός Θεϊκού Όντος, το οποίο εξηγεί γιατί χθες το βράδυ η Τερέζα φώναζε συνεχώς: “Θεέ μου, Θεέ μου”.
Αυτός ο φοιτητής πήρε το μοναδικό ‘Α’.
]]>