Κατεβαίνει ο σύζυγος να πετάξει τα σκουπίδια. Βρίσκει κάτω ένα σούπερ μωρό σε ένα σούπερ αμάξι να του αναβοσβήνει τα φώτα.
-Επειδή έχω πιει λίγο, μπορείς να με πας εσύ σπίτι μου με το αμάξι;
Δεν το σκέφτεται καν. Την πάει σπίτι της.
-Ανέβα να σε κεράσω ένα ποτό, του λέει. Ανεβαίνει, χωρίς πολλά-πολλά καταλήγουν στο κρεβάτι. Μετά από 2 ώρες “δράσης”, θυμάται την γυναίκα του. Τι να της πω τώρα; Σκέφτεται, σκέφτεται.
-Έχεις καθόλου κιμωλία; Ρωτάει το μωρό, έχω, του απαντά.
Γεμίζει τα χέρια του κιμωλία, παίρνει ένα ταξί και γυρνά σπίτι σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
-Πού ήσουνα τόση ώρα; Τον ρωτά η σύζυγος.
-Άσε, της λέει.
Κάτω ήταν μια πανέμορφη κοπέλα.
Είχε πιει, ήταν με το αμάξι, μου ζήτησε να την πάω σπίτι της, τι να κάνω ο άνθρωπος, όπως ξέρεις βοηθάω όσους μπορώ, έτσι λοιπόν την πήγα. Όταν φτάσαμε στο σπίτι της μου είπε να ανέβω για ένα ποτό. Ανέβηκα και χωρίς να το καταλάβω καταλήξαμε να κάνουμε σεξ δύο ώρες… μετά γύρισα πίσω.
Η γυναίκα του τον κοιτά με ένα ύφος και του λέει: -Άνοιξε τα χέρια σου, να δω.
Τα ανοίγει αυτός.
-Σε ποια τα πουλάς αυτά, ρε; Γιατί δεν παραδέχεσαι ότι πήγες για μπιλιάρδο;