Πάνε ο Ανδρέας με τη Δήμητρα να φάνε σ΄ ένα εστιατόριο. Μπαίνοντας η Δήμητρα βλέπει τον Μητσοτάκη με τη Μαρίκα
να κάθονται δυο τραπέζια παρακεί.
Τα ζεύγη χαιρετιούνται εγκαρδίως με παγερά βλέμματα και η βραδιά συνεχίζεται.
Η Δήμητρα με την άκρη του ματιού της παρακολουθεί τους Μητσοτάκηδες και ξαφνικά βλέπει τον Μητσοτάκη να παίρνει ένα κουταλάκι του γλυκού και να το βάζει στην τσέπη του σακακιού.
Αμέσως το λέει στον Ανδρέα ο οποίος κάνει «τσκ τσκ» και στη συνέχεια χαμογελάει περιφρονητικά.
– Θέλω κι εγώ!
– Τι θέλεις;
– Ένα κουταλάκι, σαν αυτό που πήρε ο Μητσοτάκης!
– Δεν είμαστε καλά… εδώ κάναμε αμάν να γλιτώσουμε από τον Κοσκωτά και θα γίνουμε ρεζίλι για ένα κουταλάκι;
– Θέλω!
– Θα σου πάρω αύριο ολόκληρο το σετ.
– Όχι, θέλω αυτό!
Ο Ανδρέας μουρμουρίζει κάτι σε ακατάληπτη Αχαϊκή διάλεκτο και απλώνει το χέρι προς το κουταλάκι. Το πιάνει, αλλά αδύναμος καθώς είναι δε μπορεί να το σηκώσει και απλώς χτυπάει το ποτήρι δίπλα. Ο σερβιτόρος σπεύδει:
– Ορίστε, κύριε Πρόεδρε!
– Έχμ… μία φιάλη νερό, παιδί μου…
– Αμέσως κύριε Πρόεδρε!
Ο σερβιτόρος φέρνει το νερό και ο Ανδρέας πληγώνεται με το υποτιμητικό βλέμμα της Δήμητρας. Ξαναπροσπαθεί, αλλά απλώς ξαναχτυπάει το ποτήρι. Ο σερβιτόρος σπεύδει:
– Ορίστε, κύριε Πρόεδρε!
– Παγάκια για το νερό, παιδί μου…
– Αμέσως κύριε Πρόεδρε!
Ο σερβιτόρος φέρνει τα παγάκια και ο Ανδρέας ούτε τολμάει να κοιτάξει τη Δήμητρα. Τότε ξυπνάει μέσα του το τεράστιο πολιτικό του ταλέντο. Πιάνει το κουταλάκι και χτυπάει αποφασιστικά το ποτήρι. Ο σερβιτόρος σπεύδει.
– Ορίστε, κύριε Πρόεδρε!
– Δε μου λες παιδί μου, θέλεις να δεις ένα ταχυδακτυλουργικό κόλπο που κάνουμε εμείς οι πολιτικοί;
– Θέλω, κύριε Πρόεδρε!
– Ωραία. Πιάσε λοιπόν αυτό το κουταλάκι του γλυκού και βάλτο στην τσέπη του σακακιού μου.
Ο σερβιτόρος κάνει την κίνηση και περιμένει, ενώ η Δήμητρα δεν καταλαβαίνει τίποτα. Ο Ανδρέας τότε του λέει:
– Πήγαινε τώρα και πάρτο από την τσέπη του Μητσοτάκη!